- φωτοκαίω
- φωτόκαψα, φωτοκάηκα, φωτοκαμένος1. καίω εντελώς στη φωτιά: Βουλιάχτε, φωτοκαύτε την (Κ. Παλαμάς).2. μτφ., προξενώ σε κάποιον μεγάλη καταστροφή, τον ζημιώνω υπερβολικά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.